εὐάλωτα

εὐάλωτα
εὐάλωτος
easy to be taken
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • γονίδιο — Διακεκριμένη κληρονομική μονάδα, διατεταγμένη σε γραμμική μορφή κατά μήκος των χρωμοσωμάτων, που καθορίζει τα χαρακτηριστικά ενός οργανισμού. Το καθένα από τα γ. είναι ο κληρονομικός παράγοντας, υπεύθυνος για κάποιο χαρακτηριστικό ή λειτουργία.… …   Dictionary of Greek

  • κολλέμβολα — Τάξη απτερυγωτών εντόμων που περιλαμβάνει μικρά –μικρότερα από 6 χιλιοστά σε μήκος– έντομα χωρίς φτερά, τα οποία είναι σε θέση να εκτελούν μεγάλα άλματα, χάρη σε ένα όργανο που διαθέτουν. Το όργανο αυτό, γνωστό με την ονομασία δικρανίδιο,… …   Dictionary of Greek

  • κράνος — Προστατευτικό κάλυμμα του κεφαλιού, συνήθως μεταλλικό· περικεφαλαία, κάσκα. Στην ομηρική εποχή κατασκεύαζαν το κ. από δέρμα ζώου (ταύρου, λύκου, σκύλου κλπ.) και το επένδυαν με χάλκινες πλάκες. Στην αρχαία Ελλάδα κατασκευαζόταν σε διάφορες… …   Dictionary of Greek

  • μικροβιοτροπίνη — η ιατρ. αντίσωμα που, εν απουσία συμπληρώματος, αλλοιώνει τα μικρόβια κάνοντάς τα ευάλωτα στα φαγοκύτταρα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”